- τελωνειακό
- gümrük memuru, gümrükçü
Ελληνικό – Τουρκικό Λεξικό. 2010.
Ελληνικό – Τουρκικό Λεξικό. 2010.
τελωνείο — Ο τόπος, το ίδρυμα στο οποίο εισπράττεται ο δασμός των εμπορευμάτων που εισάγονται και εξάγονται. Η υπηρεσία που επιβλέπει την είσπραξη των δασμών εισαγωγής και εξαγωγής. Στην Ελλάδα ο πρώτος οργανισμός τελωνειακής υπηρεσίας έγινε με ψήφισμα του… … Dictionary of Greek
ατελώνιστος — η, ο (AM ἀτελώνητος, ον) αυτός που δεν έχει υποβληθεί σε τελωνειακό δασμό, αφορολόγητος. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. ατελώνητος < αρχ. τελωνώ ( έω) («εισπράττω τους δημόσιους φόρους») < τελώνης ο τ. ατελώνιστος < νεοελλ. τελωνίζω] … Dictionary of Greek
ερημοφυλακία — ἐρημοφυλακία, ἡ (Α) [ερημοφύλαξ] φρουρά τής ερήμου, στρατιωτικό και τελωνειακό σώμα στα σύνορα τής Αιγύπτου προς την έρημο … Dictionary of Greek
λεπτοδείκτης — ο ο μεγαλύτερος από τους δύο δείκτες τής πλάκας τού ρολογιού, ο οποίος δείχνει τα πρώτα λεπτά τής ώρας. [ΕΤΥΜΟΛ. < λεπτό + δείκτης. Ο τ. μαρτυρείται από το 1891 σε τελωνειακό δασμολόγιο] … Dictionary of Greek
τελωνίσιμος — η, ο / τελωνίσιμος, ον, ΝΑ ο υποκείμενος σε τελωνειακό δασμό. [ΕΤΥΜΟΛ. < τελώνης + κατάλ. ιμος, πιθ. μέσω αμάρτυρων αρχ. *τελωνίζω / τελώνισις] … Dictionary of Greek
τελωνειακός — και τελωνιακός, ή, ό, Ν 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο τελωνείο 2. φρ. α) «τελωνειακή αρχή» ή «τελωνειακές αρχές» το τελωνείο β) «τελωνειακή υπηρεσία» το τελωνείο γ) «τελωνειακή ένωση» (οικον. διεθν. δίκ.) συμφωνία μεταξύ δύο ή περισσότερων … Dictionary of Greek
αλαβάρχης και αλαβάρχος — Τίτλος του ανώτατου τελωνειακού επόπτη της αραβικής πλευράς του Νείλου κατά τους ρωμαϊκούς χρόνους. Ο Κικέρων χρησιμοποίησε τον όρο ειρωνικά για τον Πομπήιο, ο οποίος θέλησε να αυξήσει τον τελωνειακό φόρο των Ρωμαίων, ενώ ο Ευσέβιος ονόμαζε έτσι… … Dictionary of Greek
Αυστραλία — Κράτος της Ωκεανίας, ανάμεσα στον Ινδικό και τον Ειρηνικό ωκεανό, που περιλαμβάνει την ομώνυμη μεγάλη νήσο του νότιου Ειρηνικού (λόγω του μεγέθους θεωρείται ηπειρωτικό έδαφος), την Τασμανία και άλλα νησιά.Κράτος της Ωκεανίας, ανάμεσα στον Ινδικό… … Dictionary of Greek
Ζακάρ, Ζοζέφ Μαρί — (Joseph Marie Jacquard, Λιόν 1752 – Ουλέν 1834). Γάλλος μηχανικός, εφευρέτης του ομώνυμου υφαντουργικού αργαλειού. Διδάχτηκε την υφαντική τέχνη στο οικογενειακό του περιβάλλον (ο πατέρας του ήταν υφαντουργός) και το 1801 παρουσίασε στη… … Dictionary of Greek
ζώνη ελεύθερων συναλλαγών — Συνεργασία που πραγματοποιείται με διεθνή σύμβαση και με την οποία δύο ή περισσότερα κράτη αποφασίζουν να καταργήσουν στις μεταξύ τους εμπορικές σχέσεις τους τελωνειακούς φραγμούς και κάθε άλλη μορφή περιορισμού των ανταλλαγών, διατηρώντας όμως… … Dictionary of Greek
Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… … Dictionary of Greek